ano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ano | anoj |
αιτιατική | anon | anojn |
ano (eo)
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ano (cs)