anthropométrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.tʁɔ.pɔ.me.tʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anthropométrique anthropométriques

anthropométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό