antiémétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.e.me.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
antiémétique antiémétiques

antiémétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό