antiparasite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
antiparasite antiparasites

antiparasite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
antiparasite antiparasites

antiparasite (fr) αρσενικό

  • αντιπαρασιτικό προϊόν