apéritif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Aperitif, aperitif

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

apéritif < λατινική apertivus < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo ‎(από) + *wer-iō ‎(ανοίγω)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
apéritif apéritifs

apéritif (fr) αρσενικό