aper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aper < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *epero-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aper (la) αρσενικό
- ο αγριόχοιρος, ο κάπρος
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aper | aprī |
γενική | aprī | aprōrum |
δοτική | aprō | aprīs |
αιτιατική | aprum | aprōs |
κλητική | aper | aprī |
αφαιρετική | aprō | aprīs |