appel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
appel appels

appel (fr) αρσενικό

  1. η κλήση
  2. το κάλεσμα
  3. η έφεση
  4. η μετάκληση
  5. το προσκλητήριο



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

appel (nl)