applicable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈæplɪkəbəl/ & /əˈplɪkəbəl/
  (ΗΠΑ)

Επίθετο

[επεξεργασία]

applicable (en)

  1. σχετικός, κατάλληλος
  2. ευκολοεφάρμοστος



      ενικός         πληθυντικός  
applicable applicables

Επίθετο

[επεξεργασία]

applicable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]