apportion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | apportion |
γ΄ ενικό ενεστώτα | apportions |
αόριστος | apportioned |
παθητική μετοχή | apportioned |
ενεργητική μετοχή | apportioning |
Ρήμα
[επεξεργασία]apportion (en)