apron

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
apron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική naperon < παλαιά γαλλική napperon

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈeɪ.pɹən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
apron aprons

apron (en)

  1. (ενδυμασία) η ποδιά
  2. (αεροπορικός όρος) πίστα ελιγμών, πίστα στάθμευσης, δευτερεύουσα πίστα, βοηθητική πίστα



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

apron (eo)