aqueduc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aqueduc | aqueducs |
aqueduc (fr) αρσενικό
- ο υδραγωγός, το υδραγωγείο
ενικός | πληθυντικός |
aqueduc | aqueducs |
aqueduc (fr) αρσενικό