aréole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aréole < λατινική areola, υποκοριστικό του area (επιφάνεια)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aréole aréoles

aréole (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]