arbor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arbor (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbor | arbŏrēs |
γενική | arbŏris | arbŏrum |
δοτική | arbŏrī | arbŏribus |
αιτιατική | arbŏrem | arbŏrēs |
κλητική | arbor | arbŏrēs |
αφαιρετική | arbŏre | arbŏribus |
Πηγές[επεξεργασία]
- arbor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Λομβαρδικά (lmo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arbor