arc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arc arcs

arc (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arc < λατινική arcus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arc arcs

arc (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
  2. (αρχιτεκτονική) η αψίδα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arc < από τα αρχικά των λέξεων: Aids Related Complex

Συντομομορφή[επεξεργασία]

arc (fr) αρσενικό άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]