aride

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aride arides

Επίθετο

[επεξεργασία]

aride (fr) αρσενικό ή θηλυκό