armazém
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
armazém | armazens |
armazém (pt) αρσενικό
- το κατάστημα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
armazém | armazens |
armazém (pt) αρσενικό