arrêté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ʁɛ.te/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arrêté arrêtés

arrêté (fr) αρσενικό