arrest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arrest arrests

arrest (en)

  • σύλληψη (υπόπτου, κατηγορουμένου)
    You are under arrest.
    Είστε υπό κράτηση.
ενεστώτας arrest
γ΄ ενικό ενεστώτα arrests
αόριστος arrested
παθητική μετοχή arrested
ενεργητική μετοχή arresting

arrest (en)

  1. συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον ύποπτο ή κατηγορούμενο
    The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
    Το δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες.
    A journalist was arrested by a terrorist organization.
    Δημοσιογράφος συνελήφθη από τρομοκρατική οργάνωση.
  2. σταματώ