arvoreta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arvoreta | arvoretas |
arvoreta (pt) αρσενικό
- το δεντράκι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arvoreta | arvoretas |
arvoreta (pt) αρσενικό