ascot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ascot | ascots |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ascot (en)
- άλλη μορφή του ascot tie
ενικός | πληθυντικός |
ascot | ascots |
ascot (en)