assent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈsɛnt/
ομόηχο: ascent

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
assent assents

assent (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας assent
γ΄ ενικό ενεστώτα assents
αόριστος assented
παθητική μετοχή assented
ενεργητική μετοχή assenting

assent (en)

  • συναινώ, συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου