astronaut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
astronaut | astronauts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
astronaut (en)
- (επάγγελμα) ο αστροναύτης, η αστροναύτισσα
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
astronaut (bs)