astronautique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
astronautique | astronautiques |
astronautique (fr) θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
astronautique | astronautiques |
astronautique (fr) αρσενικό ή θηλυκό