asymptotique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sɛ̃p.tɔ.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
asymptotique | asymptotiques |
asymptotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό