atentoveka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atentoveka | atentovekaj |
αιτιατική | atentovekan | atentovekajn |
atentoveka (eo)
- προκλητικός, που ελκύει την προσοχή των άλλων