atingebla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
atingebla < ating + -ebl- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική atingebla atingeblaj
αιτιατική atingeblan atingeblajn

atingebla (eo)

la poemo estas atingebla en la reto, μπορεί κανείς να βρει το ποίημα στο διαδίκτυο