atomique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.tɔ.mik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
atomique atomiques

atomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]