atonique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.tɔ.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
atonique atoniques

atonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό