attentat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

attentat < λατινική attentatum

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attentat attentats

attentat (fr) αρσενικό

  1. επίθεση εναντίον ενός ατόμου
  2. προσβολή κάποιας ηθικής αξίας
  3. τρομοκρατική απόπειρα

Συγγενικά[επεξεργασία]