aube
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aube < λατινική alba, θηλυκό του albus, λευκός
- aube < λατινική alba
- aube < alve < λατινική alapa, μπάτσος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aube | aubes |
aube (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aube | aubes |
aube (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) λευκό φαιλόνιο του παπά κατά τη θεία λειτουργία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aube | aubes |
aube (fr) θηλυκό
- πτερύγιο ενός υδραυλικού τροχού