autonomiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
autonomiste autonomistes

autonomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτονομιστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
autonomiste autonomistes

autonomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτονομιστής - αυτονομίστρια