avert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]avert (en)
- αποστρέφω
- she averts her eyes - αποστρέφει το βλέμμα της
- αποτρέπω (εμποδίζω μια δυσάρεστη εξέλιξη), προλαβαίνω, αποσοβώ
avert (en)