avert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

avert (en)

  1. αποστρέφω
    she averts her eyes - αποστρέφει το βλέμμα της
  2. αποτρέπω (εμποδίζω μια δυσάρεστη εξέλιξη), προλαβαίνω, αποσοβώ