aveugle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aveugle < avogle < λατινική ab oculis < oculus (μάτι, οφθαλμός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vœɡl/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aveugle aveugles

aveugle (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aveugle aveugles

aveugle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]