avokado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
avokado

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
avokado < avokad- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική avokado avokadoj
αιτιατική avokadon avokadojn

avokado (eo)


avokado

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avokado (tr)