away
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
away (en) (χωρίς παραθετικά)
- μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι στο χώρο ή στο χρόνο
- ↪ The noise could be heard from a mile away.
- Η φασαρία ακουγόταν από ένα μίλι.
- ↪ The noise could be heard from a mile away.
- λείπω, εκτός, δεν είμαι παρών
- συνεχίζω να κάνω κάτι, χρησιμοποιείται μετά από ρήματα για να πει ότι κάτι γίνεται συνέχεια ή με μεγάλη ενεργητικότητα
- ↪ He was knocking away at the door with all his might.
- Συνέχισε να χτυπάει την πόρτα μ' όλη του τη δύναμη.
- ↪ He was knocking away at the door with all his might.
Παράγωγα[επεξεργασία]
όπως
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λήμματα με 'away' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με τον όρο 'away' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- away (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- away (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λείπω