bât
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bât | bâts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bât (fr) αρσενικό
- το σαμάρι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- là où le bât blesse: το ευαίσθητο σημείο
Δείτε επίσης : b.à.t. |
ενικός | πληθυντικός |
bât | bâts |
bât (fr) αρσενικό