bacon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bacon < (κληρονομημένο) μέση αγγλική bacon < παλαιά γαλλική bacun (χοιρομέρι, ζαμπόν) < φραγκική *bakō < πρωτογερμανική *bakô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bhAg-(πίσω, γλουτός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bacon (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bacon < (άμεσο δάνειο) αγγλική bacon

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /be.kɔn/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bacon bacons

bacon (fr) αρσενικό

  1. (τρόφιμο) το μπέικον
  2. (Γαλλία) το καπνιστό λαρδί