badanie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | badanie | badania |
γενική | badania | badań |
δοτική | badaniu | badaniom |
αιτιατική | badanie | badania |
οργανική | badaniem | badaniami |
τοπική | badaniu | badaniach |
κλητική | badanie | badania |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- badanie < badać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
badanie (pl) ουδέτερο