bahar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bahar < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بهار (bahâr) < περσική بهار (bahâr)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bahar (tr)
- (εποχή) η άνοιξη
- το άνθος των δέντρων
- (μεταφορικά) εφηβεία, νεότητα
- (γαστρονομία) μπαχάρι
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Bahar (γυναικείο όνομα)
Πηγές[επεξεργασία]
- bahar - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (τουρκικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Εποχές (τουρκικά)
- Μεταφορικοί όροι (τουρκικά)
- Γαστρονομία (τουρκικά)