bajeczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bajeczka | bajeczki |
γενική | bajeczki | bajeczek |
δοτική | bajeczce | bajeczkom |
αιτιατική | bajeczkę | bajeczki |
οργανική | bajeczką | bajeczkami |
τοπική | bajeczce | bajeczkach |
κλητική | bajeczko | bajeczki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bajeczka < υποκοριστικό του bajka
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bajeczka (pl) θηλυκό
- το παραμυθάκι