balèze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
balèze | balèzes |
balèze (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μαντράχαλος
- (οικείο ή λαϊκότροπο) ψηλός και δυνατός
- (οικείο) που έχει μεγάλες γνώσεις πάνω σε ένα θέμα