balancement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
balancement < balance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.lɑ̃.smɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
balancement balancements

balancement (fr) αρσενικό

  1. η αιώρηση
     συνώνυμα: bercement, branle, oscillation, vacillement, va-et-vient
  2. (μεταφορικά) η ισορροπία, η εξισορρόπηση
     συνώνυμα: balance, équilibre, pondération
  3. η συμμετρία
     συνώνυμα: symétrie
  4. (μεταφορικά) ο δισταγμός
     συνώνυμα: hésitation, tergiversation

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  balance, balancer