berch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
berch (fy)
Μέση ολλανδική (dum)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | berch | berghe |
γενική | berchs | berghe |
δοτική | berghe | berghen |
αιτιατική | berch | berghe |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
berch αρσενικό