bieda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bieda (pl) θηλυκό
- η φτώχεια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- prawdziwych przyjaciół poznaje się w biedzie: τους πραγματικούς φίλους τους γνωρίζεις στη φτώχεια