bimensuel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bimensuel bimensuels
θηλυκό bimensuelle bimensuelles

bimensuel (fr) αρσενικό

  1. δεκαπενθήμερος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bimensuel bimensuels

bimensuel (fr) αρσενικό

  1. δεκαπενθήμερο περιοδικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]