bitume

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bitume < betumoi < λατινική bitumen

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bitume bitumes

bitume (fr) αρσενικό

  1. το κατράμι, η άσφαλτος
  2. το ίδιο το έδαφος, καλυμμένο από κατράμι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]