blacken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | blacken |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blackens |
αόριστος | blackened |
παθητική μετοχή | blackened |
ενεργητική μετοχή | blackening |
Ρήμα[επεξεργασία]
blacken (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη black