bloodshed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bloodshed (en)

  1. η αιματοχυσίασφαγή, η απώλεια ζωών σε μεγάλη κλίμακα)
     συνώνυμα: bloodletting