bodyguard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bodyguard | bodyguards |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bodyguard (en)
- (επάγγελμα) ο σωματοφύλακας
- ↪ His bodyguards were accompanying him.
- Τον συνοδεύαν οι σωματοφύλακές του.
- ↪ His bodyguards were accompanying him.