bolognese

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bolognese < ιταλική bolognese

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌbɒləˈneɪz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bolognese (en)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bolognese bolognesi

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bolognese < Bologn(a) + -ese

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bo.loɲˈɲe.ze/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bolognese (it) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο[επεξεργασία]

bolognese (it)

  1. ο σχετικός με τη Μπολόνια ή τους κατοίκους της
  2. (γαστρονομία) μπολονέζ

Πηγές[επεξεργασία]